κρήνη

κρήνη
Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ., συνδεδεμένη τις περισσότερες φορές με τη θρησκεία και περιβεβλημένη με μαγικές ιδιότητες, σύντομα απέκτησε καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Η κίνηση του νερού, εξάλλου, αποτέλεσε την αφορμή ώστε να επινοηθούν πλήθος αξιόλογων μορφών και να δημιουργηθούν μνημειώδεις διακοσμητικές συνθέσεις, όπου η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η κηποτεχνία συνεργάζονται στενά. Στην αρχαία Ελλάδα η κ. υπήρξε αρχικά ένα κοίλωμα, σκαμμένο στην πέτρα και τοποθετημένο στα πόδια της πηγής. Γρήγορα όμως απέκτησε πιο ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική διάρθρωση. Μπροστά από την πηγή κατασκευάστηκε μια στοά υποβασταζόμενη από κολόνες ή σκαμμένη στον βράχο. Αργότερα κατασκευάστηκαν μεγαλοπρεπή νυμφαία (οι πιο ονομαστές πηγές υιοθετούσαν το όνομα της νύμφης που κατοικούσε εκεί), πραγματικά μνημεία με μία ή δύο εξέδρες και με όλα τα στοιχεία του αρχιτεκτονικού ρυθμού που εκπροσωπούσαν, καθώς επίσης και αγάλματα, ανάγλυφα κλπ. Ανάμεσα στις παλαιότερες και γνωστότερες ελληνικές κ. συγκαταλέγονται η Περσεία κ. των Μυκηνών, η Εννεάκρουνος των Αθηνών, η Πειρήνη και η Γλαύκη της Κορίνθου κ.ά. Βασική αποστολή τους ήταν η συγκέντρωση και η διανομή του νερού, το οποίο, λιγοστό πάντα, γινόταν ακόμα πιο πολύτιμο σε δύσκολες περιόδους, σε πολιορκίες κλπ. Στη ρωμαϊκή περίοδο υπερίσχυσε η δημόσια κ. με αποκλειστικά ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Έτσι, στις πόλεις εκείνης της περιόδου αφθονούσαν οι πέτρινες λεκάνες κατά μήκος των δρόμων, κυρίως στα σταυροδρόμια, στις οποίες το νερό διοχετευόταν μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου αγωγών. Στην αυτοκρατορική Ρώμη επικράτησαν και οι ιδιωτικές κ., πολυτελείς και πολυσύνθετες, χτισμένες κατά κύριο λόγο στις βίλες των πατρικίων. Ο τρόπος κατασκευής τους βασιζόταν στα ελληνικά πρότυπα και συνήθως είχαν τη μορφή νυμφαίου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν λεκάνες, μικρές λίμνες, νησίδες, πίδακες, αγάλματα και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιας πολύπλοκης κατασκευής είναι οι περίφημες κ. της βίλας Αντριάνα στο Τίβολι (2ος αι. μ.Χ.). Η επικράτηση του χριστιανισμού προσέδωσε βαθύτερο νόημα στο νερό, το οποίο, με τη μορφή του αγιάσματος πλέον, συνδέθηκε άρρηκτα με το κτίριο του ναού. Η θέση της χριστιανικής κ. βρισκόταν μπροστά ή και μέσα στον ναό, στον νάρθηκα, σημείο όπου εξακολουθεί να παραμένει και στις καθολικές εκκλησίες. Στο Βυζάντιο δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος κ., η φιάλη. Πρόκειται για περίκεντρο κτίριο, τοποθετημένο ελεύθερα στην αυλή του μοναστηριού, το οποίο συνήθως είναι οκταγωνικό και στεγάζεται με τρούλο, αποτελούμενο από αψίδες που στηρίζονται πάνω σε λεπτούς κίονες. Αξιόλογα δείγματα φιαλών σώζονται στο Άγιον Όρος. Εξάλλου, πλήθος χριστιανικών ναών έχουν οικοδομηθεί κοντά, δίπλα ή και πάνω σε φυσικές πηγές-αγιάσματα, λαμβάνοντας έτσι μια γραφική διάσταση. Στη Δύση, κατά τον Μεσαίωνα, οι κ. ήταν λεκάνες λιτής κατασκευής, που λειτουργούσαν ως εξάρτημα των εκκλησιών ή βρίσκονταν κοντά στις πηγές. Σταδιακά όμως, με την επικράτηση της αστικής ζωής, αποκαταστάθηκαν οι παλιές κ. ή δημιουργήθηκαν νέες στις πλατείες των πόλεων, πληρώντας τα χαρακτηριστικά των επιβλητικών κ. Φημισμένες κ. αυτού του είδους είναι η Φόντε Ματζόρε στην Περούτζια, έργο των Νικόλα και Τζοβάνι Πιζάνο (1278) και η κ. της Ακουίλα με τους 99 κρουνούς στην Ιταλία. Υπάρχει και η κατηγορία των γοτθικών κ., τις οποίες χαρακτηρίζουν οι περίτεχνοι οβελίσκοι, τα πτερύγια και τα γλυπτά (όπως η κ. της Νυρεμβέργης), ενώ μια άλλη κατηγορία κ., που συναντώνται στις μεσογειακές χώρες και είναι στεγασμένες με κιόσκια, ανάγεται σε μουσουλμανικά πρότυπα. Άξια παρατήρησης είναι και η περίεργη αναλογία ύφους που παρουσιάζουν μερικά βαπτιστήρια της ίδιας περιόδου (για παράδειγμα, της Πίζα). Η διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής κ. επανεμφανίστηκε στην αναγεννησιακή περίοδο, με τη βελτίωση της υδραυλικής τεχνικής. Η αναγεννησιακή κ., τοποθετημένη στο κέντρο της πλατείας ή σε κάποιον πλευρικό τοίχο, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια διακοσμητική σύνθεση, αναγόμενη στο παραδοσιακό σχέδιο της λεκάνης, με την απλή περιμετρική διαμόρφωση και ένα γλυπτό στοιχείο, απ’ όπου έρεε το νερό (κ. του Νετούνο στην πλατεία Ντέλα Σινιορία στη Φλωρεντία, του Μπαρτολομέο Αμανάτι, 1571). Η κ. σε στιλ μπαρόκ επέτρεψε στο στοιχείο του νερού να αναδείξει την πλαστικότητά του ισότιμα με τα υπόλοιπα υλικά και να συμβάλει όχι τόσο στη γλυπτική ή διακοσμητική εντύπωση αλλά στη σκηνογραφική του συνόλου της κ. Ενδεικτικές του είδους είναι οι μπερνινιανές κ. της Ρώμης (από τον δημιουργό τους Τζοβάνι Μπερνίνι) και ιδιαίτερα η κ. Μπαρμπάτσια της Πιάτσα ντι Σπάνια ή η κ. των Τεσσάρων Ποταμών στην πλατεία Ναβόνα. Στους κήπους και στα πάρκα, όπου το φυσικό περιβάλλον επέβαλε την κυριαρχία του υδάτινου στοιχείου, παρατηρήθηκε μετάβαση από τις παραδοσιακές κ. των γεωμετρικών αναγεννησιακών κήπων στα μεγάλα συγκροτήματα των πάρκων μπαρόκ, όπου οι λεκάνες παραχώρησαν τη θέση τους στις μεγάλες τεχνητές λίμνες και στους πίδακες-καταρράκτες (κ. του πάρκου του ανακτόρου των Βερσαλιών, του πάρκου του ανακτόρου της Καζέρτα, των κήπων στις βενετσιάνικες, γαλλικές και αγγλικές βίλες). Στην περίφημη, μεταξύ Αναγέννησης και μπαρόκ, Βίλα ντ’ Έστε στο Τίβολι, διαγράφονται με απόλυτη σαφήνεια τα παραπάνω χαρακτηριστικά τόσο στην αρχιτεκτονική των κήπων όσο και στις περισσότερες από εκατό κ. Η μετάβαση από τη ζωντανή μεγαλοπρέπεια του μπαρόκ στο ατελείωτο παιχνίδισμα του ροκοκό και στη συνέχεια στην ανάδειξη της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής επέδρασε και στην πορεία της κ. Μερικά από τα στοιχεία που αξιοποιήθηκαν στο καινούργιο περιβάλλον του ρομαντικού κήπου ήταν οι σπηλιές, οι βράχοι, οι μικροί καταρράκτες και οι σκιές, ενώ η κ. αποτέλεσε και διακοσμητικό στοιχείο του οικιακού περιβάλλοντος. Ο εκλεκτισμός του 19ου αι. δεν προσέφερε κάτι καινούργιο, ενώ ταυτόχρονα, με την επικράτηση των πολεοδομικών αντιλήψεων της εποχής, η κ. περιέπεσε στο επίπεδο του αστικού διακόσμου, ως κέντρο ενός αδιαφοροποίητου χώρου που προσέλαβε τελικά τη μορφή κυκλοφοριακού κόμβου. Ούτε η σύγχρονη αρχιτεκτονική προσέφερε τίποτα το ουσιαστικά καινούργιο, μολονότι μερικοί αρχιτέκτονες προσπάθησαν να ζωογονήσουν τις δυνατότητες του νερού με μοντέρνο πνεύμα. Λαογραφία-Λαϊκή τέχνη. Στη ζωή του νεότερου ελληνισμού η κ. διατηρεί την πανάρχαια σημασία της. Γιατί, αν στους αστικούς οικισμούς, με τις διευκολύνσεις των επιστημονικών κατασκευών που μεταφέρουν το νερό μέσα στο σπίτι, η δημόσια κ. εξαφανίζεται ή έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα, στην ελληνική ύπαιθρο διατηρεί την παλιά ποιητική της διάσταση καθώς και την πρωτόγονη ιερότητά της. Οι μνείες των αρχαίων περί «θαυμαστών υδάτων» είναι πολλές. Ο Ηρόδοτος, ο Στράβων, ο Πλίνιος, ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας και κυρίως τα Προσκυνητάρια αναφέρουν ένα πλήθος από παράδοξα φαινόμενα που συνδέονται με την πίστη των αρχαίων στις υπερφυσικές ιδιότητες του νερού. Οι νεότερες λαϊκές παραδόσεις για πηγές-αγιάσματα, για βρύσες που χαρίζουν ευγονία ή για το αθάνατο νερό, αποτελούν επιβιώσεις των αρχαίων λατρευτικών δοξασιών και εκφράζονται σε ένα πλήθος μαγικών και συμβολικών πράξεων του ελληνικού λαού. Το αμίλητο νερό (βλ. λ.) στο σχεδόν πανελλήνιο έθιμο του κλήδονα (βλ. λ.) και η παρουσία του νερού στα γαμήλια έθιμα είναι οι χαρακτηριστικότερες μορφές αυτών των επιβιώσεων. Η κουλούρα του γάμου, για παράδειγμα, ζυμώνεται συνήθως με αμίλητο νερό, ενώ στη Μακεδονία ρίχνουν νερό στα πόδια της νύφης για το καλό, πριν βγει από το πατρικό της σπίτι. Σε μερικά χωριά της Πελοποννήσου ρίχνουν νερό στα πόδια των νεονύμφων στη διάρκεια του στεφανώματος, με την έννοια του καλού οιωνού, και στην Εύβοια η νύφη μετά το μυστήριο παίρνει το χρυσολάγηνο, που μια φίλη της έχει γεμίσει με αμίλητο νερό κ.ά. Εξίσου πολλές είναι οι λαϊκές παραδόσεις και οι θρύλοι για υπερφυσικούς φύλακες των πηγών, δράκοντες και λάμιες, που εξουσιάζουν το νερό και, παίρνοντας διάφορες μορφές και σχήματα, εμφανίζονται και τιμωρούν όσους πλησιάζουν να πιουν ή να αντλήσουν νερό. Και οι θρύλοι αυτοί αποτελούν επιβιώσεις αρχαίων δοξασιών, που συνδέονται με τις προσωποποιήσεις του νερού και με στοιχεία που αντιστοιχούν στον δράκοντα της πηγής της Δίρκης ή στον Πύθωνα της πηγής του Μαντείου των Δελφών. Φυσική συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι πολυάριθμες μαγικές και δεισιδαίμονες πράξεις του ελληνικού λαού, που αποβλέπουν στην εξουδετέρωση της βλαπτικής δύναμης του στοιχείου. Ήδη ο Χρυσόστομος αναφέρει συνήθεια των συγχρόνων του να ανάβουν στις πηγές λύχνους, πριν λουστούν. Ανάλογες συνήθειες φαίνεται πως διατηρήθηκαν σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, αφού τον 17o αι. ο Παχώμιος Ρουσάνος αναφέρει ότι «εν ταις κρήναις και πηγαίς... και βοστρύχους και έτερα άμματα αι γυναίκες ανατίθεσιν ως οι Έλληνες». Επιβίωση τέτοιων παλιών λατρευτικών συνηθειών αποτελούν τα ποικιλόμορφα έθιμα της νεότερης ελληνικής ζωής, που συνδέονται με τη βρύση. Το σημείο του σταυρού πριν από την άντληση, το άναμμα του καντηλιού, που μερικές φορές κρέμεται από τον θόλο της, ο στολισμός της με άνθη της πρωτομαγιάς, οι προσφορές ή το τάγισμα της βρύσης με βούτυρο ή πολυσπόρια σε ορισμένες ημέρες του χρόνου (ιδιαίτερα στη γιορτή της Παναγιάς της Μεσοσπορίτισσας, στις 21 Νοεμβρίου), το καλάντιασμά της το πρωί των Χριστουγέννων, συνιστούν μαγικές λαϊκές ενέργειες που αποβλέπουν στην αποτροπή του κακού, που μπορεί να προκαλέσει η παρουσία του στοιχειού. Ο γλυπτικός διάκοσμος της κ. επηρεάζεται πολύ συχνά από τη λαϊκή δεισιδαιμονία και εμπλουτίζεται με συμβολικά και αποτρεπτικά θέματα, όπως ακριβώς και οι μαγικές πράξεις. Ο αρχιτεκτονικός τύπος της ελληνικής κ. είναι συνήθως μια πέτρινη ή μαρμάρινη τετράπλευρη κατασκευή σε σχήμα τοξωτής πύλης, αλλά υπάρχουν και πιο σύνθετες μορφές. Στον γλυπτικό διάκοσμο, ο οποίος ορισμένες φορές καλύπτει όλη την πρόσοψη, διασταυρώνονται ανατολικά, δυτικά και αυτόχθονα λαογραφικά στοιχεία. Οι ανατολικές επιδράσεις εκφράζονται, κατά κανόνα, με άκαμπτες συνθέσεις –κυπαρίσσια, γλάστρες, ρόδακες, δέντρα της ζωής– των οποίων η γενική διακοσμητική αντίληψη παρουσιάζει τον ρυθμό των επενδύσεων της ανατολικής αρχιτεκτονικής. Οι δυτικές επιρροές εμφανίζονται με μεγάλα εύπλαστα και ευκίνητα ανθοφόρα ή φρουτοφόρα αγγεία, αχιβάδες, κέρατα της αφθονίας ή άλλα διακοσμητικά στοιχεία που θυμίζουν τη σκηνογραφική αντίληψη του δυτικού μπαρόκ. Τέλος, το γηγενές λαογραφικό στοιχείο εκφράζεται με συμβολικά και αποτρεπτικά μοτίβα, συνδεόμενα με τις λαϊκές δεισιδαιμονίες για τις πηγές και το νερό. Το πιο συνηθισμένο από αυτά τα συμβολικά θέματα είναι ο σταυρός, που αποτελεί και το σύμβολο-φυλαχτό της χριστιανικής θρησκείας. Ο σταυρός τοποθετείται κατά κανόνα στην κορυφή της κ., πλαισιωμένος συνήθως από φυτικά διακοσμητικά μοτίβα. Ως προστατευτικά ή αποτρεπτικά θέματα θεωρούνται και οι παραστάσεις θυμιατών, με την έννοια της αποτρεπτικής αξίας του θυμιάματος ή εικαστικοί ευφημισμοί, όπως οι δράκοντες και οι γοργόνες. Εκτός από τις λαϊκές κ., στη χώρα μας συναντώνται και τουρκικές ή βενετσιάνικες κ. Σημαντικές τέτοιες κ. βρίσκονται στην Κρήτη, όπως η κ. Ραϊμόντι στο Ρέθυμνο, η κ. Μπέμπο και η κ. του Μοροζίνι στο Ηράκλειο κ.ά. Αξιόλογες επίσης κ. συναντώνται και στο Πήλιο. Στις ελληνικές επαρχιακές πόλεις διασώθηκαν αρκετές παλαιές κρήνες, όπως αυτή των Μπέμπο και Σεμπίλ, που βρίσκεται σε πλατεία στο Ηράκλειο Κρήτης. Μνημειακή κρήνη του 18ου αι., ανακατασκευή στην πραγματικότητα μιας άλλης του 17ου αι., στο Ποντ-α-Μουσόν της Γαλλίας. Κρήνη στην πλατεία της Μακρινίτσας, στο Πήλιο. Στις ελληνικές λαϊκές κρήνες μπορεί κανείς να διαπιστώσει όλο τον πλούτο και το συμβολικό περιεχόμενο των θεμάτων της λαϊκής γλυπτικής, καθώς και τη μετάπλαση των ξενικών επιδράσεων, πολλές από τις οποίες διακρίνονται έντονα. Κρήνη στην Παναγία την Τουρλιανή, στη Μύκονο, του 18ου αι., καταστόλιστη από λαϊκά ανάγλυφα και αποτροπαϊκά σύμβολα. Η βυζαντινή «φιάλη», στη Μονή των Ιβήρων, στο Άγιον Όρος. Μια από τις εντυπωσιακές κρήνες που βρίσκονται στη Βίλα ντ’ Έστε στο Τίβολι (φωτ. ΑΠΕ). Κρήνη του 14ου αι. σε μία από τις αυλές της Αλάμπρα, στη Γρανάδα της Ισπανίας· πρόκειται για τη λεγόμενη «κρήνη των λιονταριών», εξαιτίας των γλυπτών που τη διακοσμούν. Ρωμαϊκή κρήνη σε σχήμα νυμφαίου, διακοσμημένη με ψηφιδωτά, στο λεγόμενο «σπίτι της μεγάλης κρήνης», στην Πομπηία. Αρχαίες ελληνικές κρήνες, σε παράσταση αττικής υδρίας των τελών του 6ου αι. π.Χ.
* * *
η (AM κρήνη, Α δωρ. τ. κράνα, αιολ. τ. κράννα)
1. κτίσμα με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει νερό
2. φυσική πηγή ύδατος
νεοελλ.
μτφ. πηγή («απ' την αστείρευτη τού ήλιου κρήνη», Ζερβ.)
αρχ.
στον πληθ. αἱ κρῆναι
το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κρήνη, κράνα και κράννα ανάγονται σε *κράσνα. Έτσι, από τον τ. κράσνα > κράννα (αιολ. τ.), με αφομοίωση, και κρᾱνᾱ (δωρ. τ.), με αντέκταση. Ο αττ. τ. κρήνη (< *κρᾱνη) εμφανίζει δυσκολία λόγω τής εμφάνισης τού -ρη- αντί τού αναμενόμενου -ρᾱ-, που εξηγείται είτε με ανομοιωτική τροπή τού -ρᾱνη σε -ρήνη είτε με υπεραττικισμό (λόγω τού -η- αντί τού αναμενόμενου -- μετά από ρ). Ο τ. *κράσνα ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. *krsnā-, πρβλ. κρουνός (< *krosno), οπότε συνδέεται με αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern. Κατ' άλλη άποψη, η λ. κρήνη «κύρια πηγή, κεφαλόβρυσο» συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφαλή», λόγω της σημασιολογικής συγγένειας, πρβλ. κράνα
κεφαλή (Ησύχ.) και λατ. caput fontis «κεφαλόβρυσο». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. είναι αιγαιακό δάνειο. Η λ. μαρτυρείται σε πολλά τοπωνύμια (πρβλ. Κραννούν) και ως β' συνθετικό (πρβλ. Ιπποκρήνη).
ΠΑΡ. κρηναίος
αρχ.
κρήνηθεν, κρηνήιος, κρήνηνδε, κρηνιάς, κρηνίδιον, κρηνίον, κρηνίς, κρηνίτις
νεοελλ.
κρηνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρηνούχος, κρηνοφύλαξ
νεοελλ.
κρηνοθεραπεία. (Β' συνθετικό) αρχ. αγχίκρηνος, εύκρηνος, καλλίκρηνος, υποκρήνη, υπόκρηνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρήνη — well fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνῃ — κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνη — η πηγή, βρύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρήνη — Κρῆνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρήνῃ — Κρῆνος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό …   Dictionary of Greek

  • Καλλιρόης, κρήνη της- — Βλ. λ. Εννεάκρουνος …   Dictionary of Greek

  • εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των …   Dictionary of Greek

  • κρήνηι — κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνῃ , κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”